μπανκανότα

μπανκανότα
η
βλ. μπαγκανότα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μπαγκανότα — και μπανκανότα και μπαγκονότα και παγκανότα και πανκανότα, η 1. τραπεζογραμμάτιο 2. (ειδικά) χάρτινη τουρκική ή αιγυπτιακή λίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bangue note «τραπεζογραμμάτιο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”